- βοστρύχῳ
- βόστρυχοςcurlmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβοστρυχώ — καταβοστρυχῶ, όω (Α) 1. πλέκω τα μαλλιά μου 2. παθ. καταβοστρυχοῡμαι, όομαι γίνομαι βοστρυχώδης, γίνομαι κατσαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοστρυχῶ (< βόστρυχος «μπούκλα»)] … Dictionary of Greek